Χθες μια πολύ καλή μου φίλη μου παραπονέθηκε ότι δεν της τηλεφωνάω ποτέ. Με κοίταξε με τα διαπεραστικά της μάτια και μου είπε σιγανά: δίνεις την αίσθηση ότι δεν είσαι διαθέσιμη για κανέναν. Το σκέφτηκα και συμφώνησα. Όντως. Είναι καιρός που έχω επιλέξει την απομόνωση. Δεν είναι ότι δεν θέλω να βλέπω τους φίλους μου, δεν είναι όμως ότι θέλω κιόλας. Τους επιθυμώ κατά καιρούς, κάπου κάπου με πιάνει και νοσταλγία αλλά το ξεπερνάω πολύ γρήγορα. Πολλοί -και μάλιστα οι πιο παλιές φίλες μου- ούτε τηλέφωνο δεν με πήραν όλο το διάστημα που ήταν άρρωστη η μαμά μου (αν και ήρθαν όλοι και όλες στην κηδεία, ακόμα κι αν έλειπαν για διακοπές - αυτό οφείλω να τους το αναγνωρίσω). Φοβόντουσαν; Τι; Μην με στενοχωρήσουν (παραπάνω;), μην με ενοχλήσουν, ή μήπως δεν αντέξουν όλη αυτή τη μαυρίλα; Ιδέα δεν έχω - πλέον δεν με νοιάζει κιόλας. Με μία μόνο εξαίρεση. Για τις υπόλοιπες δεν με απασχολεί. Εξάλλου ουσιαστικά οι δρόμοι μας με τις συγκεκριμένες είχαν χωρίσει εδώ και πολύ πολύ καιρό.
Δεν ξέρω αν είναι κάτι παροδικό, αν έχει να κάνει με όλα όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό ή αν μου φτάνει τελικά μόνο και μόνο να είμαι με τον Γ. το βράδυ και τα πρωινά (όσο ακόμα δεν έχω δουλειά) να τριγυρνάω μόνη μου, πίνοντας κατά καιρούς καφέ με τη μοναδική αγαπημένη (αλλά υπεραπασχολημένη) φίλη μου ή κάποιες άλλες πιο καινούργιες που τουλάχιστον με κάνουν να γελάω.
Στη γειτονιά, σε ένα ημιυπόγειο, μένει ένα παιδάκι γύρω στα 10, με τη μάνα του (μια κατσιασμένη μελαχροινή γυναίκα που κυκλοφορεί μονίμως με τις πυτζάμες), τον παππού του (υποθέτω) που σέρνει πάνω κάτω ένα σκυλί και τη μεγαλύτερη πανέμορφη αδερφή του. Ο μικρός (τον έχουμε βαφτίσει "Μικρό Πρίγκιπα", γιατί είναι ξανθός, όμορφος κι αυτός και γεμάτος ενέργεια), είναι πάντα μόνος του. Τριγυρνάει στη γειτονιά όλες τις ώρες της ημέρας, μιλάει με τους καφετζήδες, βοηθάει τους φορτηγατζήδες να κουβαλήσουν τα κασόνια στη λαϊκή, είναι παντού -τουλάχιστον όπου βρίσκομαι κι εγώ- και προφανώς δεν πάει σχολείο.
Κρυφά και συνωμοτικά, τον έχω κάνει σύμμαχό μου...
Δεν ξέρω αν είναι κάτι παροδικό, αν έχει να κάνει με όλα όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό ή αν μου φτάνει τελικά μόνο και μόνο να είμαι με τον Γ. το βράδυ και τα πρωινά (όσο ακόμα δεν έχω δουλειά) να τριγυρνάω μόνη μου, πίνοντας κατά καιρούς καφέ με τη μοναδική αγαπημένη (αλλά υπεραπασχολημένη) φίλη μου ή κάποιες άλλες πιο καινούργιες που τουλάχιστον με κάνουν να γελάω.
Στη γειτονιά, σε ένα ημιυπόγειο, μένει ένα παιδάκι γύρω στα 10, με τη μάνα του (μια κατσιασμένη μελαχροινή γυναίκα που κυκλοφορεί μονίμως με τις πυτζάμες), τον παππού του (υποθέτω) που σέρνει πάνω κάτω ένα σκυλί και τη μεγαλύτερη πανέμορφη αδερφή του. Ο μικρός (τον έχουμε βαφτίσει "Μικρό Πρίγκιπα", γιατί είναι ξανθός, όμορφος κι αυτός και γεμάτος ενέργεια), είναι πάντα μόνος του. Τριγυρνάει στη γειτονιά όλες τις ώρες της ημέρας, μιλάει με τους καφετζήδες, βοηθάει τους φορτηγατζήδες να κουβαλήσουν τα κασόνια στη λαϊκή, είναι παντού -τουλάχιστον όπου βρίσκομαι κι εγώ- και προφανώς δεν πάει σχολείο.
Κρυφά και συνωμοτικά, τον έχω κάνει σύμμαχό μου...
4 σχόλια:
αναρωτιέμαι γιατί μου αρεσει να σε διαβάζω
νομίζω γιατί μιλάς ήσυχα για το πένθος
μου ήταν πάντα αποκρουστικό το αντίθετο... να μιλάς με οδυρμό για το πένθος
δεν ήξερα ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος όταν ήμουν στην ηλικία σου (;) και έτσι δεν πένθησα ποτέ τον...
...δεν την έχεις φτάσει ακόμα (;). Τον;
τον μπαμπά
την ηλικία εννοείς ;
υπολογίζω ότι είσαι μικρότερη, μπορεί να κάνω λάθος
...λυπάμαι... Χθες μου είπαν ότι η "καλύτερη" ηλικία να χάσεις τους γονείς σου είναι τα πενήντα... Δυστυχώς ούτε εσύ ούτε εγώ ήμασταν στη "σωστή"(αν κι εγώ είμαι κομματάκι μεγαλύτερή σου). Μεταξύ μας βέβαια νομίζω ότι ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία πονάει εξίσου. Κανείς μας -ειδικά στην Ελλάδα- δεν είναι εξοικειωμένος με τον θάνατο. Εγώ τουλάχιστον πάντα απέφευγα να τον σκέφτομαι μέχρι που με έφτασε τόσο κοντά μου.
Δημοσίευση σχολίου