Μαμά μου.
Σήμερα θα έκλεινες τα 70.
Θα σου είχα τηλεφωνήσει ήδη και το απόγευμα θα σου αγόραζα ένα ωραίο δώρο - μάλλον μια καλοκαιρινή τσάντα. Το βράδυ θα ερχόμασταν όλοι από το σπίτι σου και θα πηγαίναμε για φαγητό στο αγαπημένο σου εστιατόριο. Θα επέτρεπες στον εαυτό σου να πιει λίγο παρά πάνω κρασί. Θα είχες δίπλα σου τα παιδιά σου, τι άλλο θα ήθελες; Θα σε μαλώναμε λίγο, μετά θα μαζευόμασταν. (Όπως τότε στη Σίφνο που είχες πιει αρκετά, εμείς σου βάλαμε τις φωνές, ενώ η Β. σου ζητούσε επίμονα να της βάζεις κι εκείνης κρασί -για να τελειώσει και να μην το πιεις εσύ- όμως το έχυνε και κάποια στιγμή την πήρες είδηση επειδή σου έβρεξε το πόδι!) Ίσως να συνειδητοποιούσαμε κιόλας ότι ήταν μετρημένος ο καιρός που θα ήμασταν ακόμα μαζί και να μην θέλαμε να τον ξοδέψουμε στις φωνές...
Στις 06.35 εισέβαλε στο, αγχωτικό μεν άσχετο δε, όνειρό μου.
Ηταν ξαπλωμένη, κουρνιασμένη στην ουσία και κουκουλωμένη με μία κουβέρτα, σε ένα αλλόκοτο πεζούλι στο δωμάτιό της στο παλιό σπίτι. Είχε χάσει τα μαλλιά της και ήταν γεμάτη πανάδες. Φορούσε νοσοκομειακή ρόμπα από εκείνες που δένουν πίσω.
"Που είναι ο Σ.;" την ρώτησα. "Τον έδιωξα, αισθάνομαι χάλια. Φύγε κι εσύ σε παρακαλώ".
Μαμά μου.
Ο,τι κι αν κάνω δεν μπορώ να φύγω...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Μάλλον έχουμε κοινά βιώματα ή κάποιος μου κάνει πλάκα.
Εχουμε κοινούς πρωταγωνιστές στα όνειρα μας, το ξέρεις;
Δημοσίευση σχολίου