Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Το γαλάζιο φορεματάκι


Προσπαθώ να θυμηθώ αν μικρή ένιωθα φόβο.
Ναι. Φοβόμουν το σκοτάδι. 'Ηθελα πάντα ένα φως αναμμένο έξω από το δωμάτιό μου. Έχω μια αμυδρή εικόνα μου, άυπνη να κοιτάζω με τρόμο ένα φόρεματάκι μου αφημένο πάνω στην καρέκλα του δωματίου μου. Γαλάζιο ήταν με κάτι μικρά λουλουδάκια στις τσέπες. Το είχε ακουμπήσει η μαμά μου εκεί και όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί με τις σκιές έμοιαζε με τέρας! Ή για καιρό το βράδυ να είμαι σίγουρη ότι κάποιος κρύβεται στο μπαλκόνι και κάθε τόσο να κοιτάζω ανάμεσα στις γρίλιες.

Θυμάμαι επίσης πιο μεγάλη πια να γυρίζω με τα πόδια σπίτι από το σχολείο και να "βλέπω" την κυρία που ερχόταν από το απέναντι πεζοδρόμιο να βγάζει πιστόλι και να με πυροβολεί. Και στο σινεμά, έφηβη πλέον, να κοιτάζω πίσω μου μπας και μου καρφώσουν στην πλάτη μια ένεση με ηρωίνη...

Ευτυχώς -ειδικά οι δυο τελευταίες που ήταν και οι πιο ακραίες- οι φοβίες αυτές εξαφανίστηκαν με τον ίδιο αυτόματο τρόπο που εμφανίστηκαν. Δια μαγείας.

Και φτάνουμε στο σήμερα. Με ένα μωρό, πίσω στα "ήσυχα" βπ με μια Αθήνα που βράζει υπό ένα καθεστώς νέου τρόμου, να μου θέτω το ίδιο ερώτημα. Και να απαντάω πάλι καταφατικά.

Προχθές την έπεσαν στον πεθερό μου. Εβδομηντατεσσάρων ετών ο πεθερός μου πήρε την τσαντούλα του και κατέβηκε μια και δυο στην εφορία της Γερανίου. Ήρθαν δυο με φόρα, προσπάθησε να προστατεύσει το βιος του, έφαγε μια μπουνιά ξεγυρισμένη στο μάτι αλλά το βιος το γλίτωσε. Του πήραν 120 ευρώ από την τσέπη και τον άφησαν να αναρωτιέται.

Η πεθερά μου σκέφτεται από τότε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί και δεν λέει να ηρεμήσει.
Καμία αξία στην ανθρώπινη ζωή γιατί καμία αξία δεν έχει και η δική τους.

Είπαμε όμως, οκ να φοβάσαι για τη δουλειά σου αλλά και για τη ζωή σου πάει πολύ...